- ὀργαίνειν
- ὀργαίνωmake angrypres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οργαίνω — ὀργαίνω (Α) [οργή] 1. παροργίζω, διεγείρω κάποιον 2. οργίζομαι («ἀλλ οὐ γάρ, ὥσπερ εἶπον, ὀργαίνειν καλὸν γυναῑκα νοῡν ἔχουσαν», Σοφ.) … Dictionary of Greek